- πολλαπλασιασμός
- ο1) умножение, увеличение; усиление; 2) биол размножение; 3) мат. умножение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολλαπλασιασμός — multiplication masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμός — ὁ, ΝΜΑ [πολλαπλασιάζω] αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος νεοελλ. 1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, τού πολλαπλασιαστέου και τού πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιασμός — ο 1. η πράξη του πολλαπλασιάζω, η αύξηση. 2. μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγενής αναπαραγωγή ή αγενής πολλαπλασιασμός — Πολλαπλασιασμός ζώων και φυτών που, σε αντίθεση με την εγγενή αναπαραγωγή, γίνεται χωρίς γονιμοποίηση … Dictionary of Greek
πολλαπλασιασμοῖς — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμοί — πολλαπλασιασμός multiplication masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμοῦ — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμούς — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμῶν — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμῷ — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμόν — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)